Η εξελισσόμενη ιστορία της σχετιζόμενης με την απολιποπρωτεΐνη L1 νεφροπάθειας: το τέλος της αρχής
Σύνοψη
Οι γενετικές κωδικοποιούσες παραλλαγές του APOL1 γόνου, που κωδικοποιεί την απολιποπρωτεΐνη L1 (APOL1), εντοπίστηκαν το 2010 και είναι σχετικά κοινές στα άτομα με καταγωγή από την υποσαχάρια Αφρική. Περίπου το 13% των Αφροαμερικανών φέρει δύο αλληλόμορφα κινδύνου του APOL1. Αυτές οι παραλλαγές, που ονομάζονται G1 και G2, είναι μια συχνή αιτία νεφρικής νόσου - που ονομάζεται σχετιζόμενη με APOL1 νεφροπάθεια (APOL1 nephropathy) - που συνήθως εκδηλώνεται ως εστιακή τμηματική σπειραματοσκλήρυνση και με το κλινικό σύνδρομο της υπέρτασης και αρτηριονεφροσκλήρυνσης. Οι μελέτες σε κυτταροκαλλιέργειες υποδηλώνουν ότι οι παραλλαγές APOL1 προκαλούν κυτταρική δυσλειτουργία μέσω πολλών διεργασιών, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών στη δραστηριότητα των καναλιών κατιόντων, της ενεργοποίησης του φλεγμονοσώματος, του αυξημένου στρες στο ενδοπλασματικό δίκτυο, της ενεργοποίησης της πρωτεϊνικής κινάσης R, της μιτοχονδριακής δυσλειτουργίας και της διαταραχής της ουβικιτινυλίωσης της APOL1. Ο κίνδυνος της σχετιζόμενης με APOL1 νεφροπάθειας περιορίζεται, ως επί το πλείστον, σε άτομα με δύο παραλλαγές κινδύνου APOL1. Ωστόσο, μόνο μια μειοψηφία των ατόμων με δύο αλληλόμορφα κινδύνου της APOL1 αναπτύσσουν τελικά νεφρική νόσο, γεγονός που υποδηλώνει την ανάγκη ενός 'δεύτερου χτυπήματος'. Ο καλύτερα αναγνωρισμένος παράγοντας που ευθύνεται για αυτό το 'δεύτερο χτύπημα' είναι μια χρόνια ιογενής λοίμωξη, ιδιαίτερα ο HIV-1, που έχει ως αποτέλεσμα την μεσαλαβούμενη από την ιντερφερόνη ενεργοποίηση του υποκινητή του APOL1, αν και στα περισσότερα άτομα με σχετιζόμενη με APOL1 νεφροπάθεια δεν αναγνωρίζεται εμφανής συμπαράγοντας. Οι τρέχουσες θεραπείες της σχετιζόμενης με APOL1 νεφροπάθειας δεν είναι επαρκείς για να σταματήσουν την εξέλιξη της χρόνιας νεφρικής νόσου και νέες στοχευμένες μοριακές θεραπείες αξιολογούνται σε κλινικές μελέτες.