Η δοριπενέμη είναι ένα ευρέως φάσματος αντιβιοτικό της ομάδας των καρβαπενεμών. Είναι δραστικό έναντι των θετικών και αρνητικών κατά Gram βακτηρίων. Η δοριπενέμη ασκεί τη δράση της διεισδύοντας εύκολα στα βακτηριακά κύτταρα και παρεμποδίζοντας τη σύνθεση ζωτικών συστατικών του κυτταρικού τοιχώματος, γεγονός που οδηγεί σε κυτταρικό θάνατο. Η δοριπενέμη ενδείκνυται για τη θεραπεία επιπλεγμένων ενδοκοιλιακών λοιμώξεων και επιπλεγμένων λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της πυελονεφρίτιδας, που προκαλούνται από ευαίσθητα βακτήρια.
Η δοριπενέμη είναι ένα ευρέως φάσματος αντιβιοτικό καρβαπενέμης με δράση έναντι πολλών gram-θετικών και αρνητικών κατά Gram αερόβιων βακτηρίων, καθώς και μιας ποικιλίας αναερόβιων. Όπως και άλλα αντιβιοτικά βήτα-λακτάμης, ο βακτηριοκτόνος μηχανισμός δράσης της δοριπενέμης οφείλεται κυρίως στον κυτταρικό θάνατο μετά από αναστολή των βακτηριακών ενζύμων που ονομάζονται πρωτεΐνες δέσμευσης πενικιλλίνης (PBPs), τα οποία είναι υπεύθυνα για τη διασύνδεση πεπτιδογλυκάνης κατά τη σύνθεση του βακτηριακού κυτταρικού τοιχώματος. Οι καρβαπενέμες έχουν κυρίως υψηλή συγγένεια για τα PBP 1a, 1b, 2 και 3. Η αναστολή κάθε PBP συνήθως οδηγεί σε διαφορετικό μηχανισμό αδρανοποίησης. Η αναστολή των PBPs 1a και 1b έχει ως αποτέλεσμα τη γρήγορη βακτηριακή θανάτωση μέσω του σχηματισμού σφαιροπλαστών, η αναστολή της PBP 2 έχει ως αποτέλεσμα τα βακτήρια σε σχήμα ράβδου να γίνουν σφαιρικά και η αναστολή της PBP 3 οδηγεί σε οργανισμούς νηματοειδούς σχήματος. Τα PBP που δεσμεύονται κατά προτίμηση από διαφορετικές καρβαπενέμες εξαρτώνται από τον οργανισμό. Στο E.coli και το P.aeruginosa, η δοριπενέμη συνδέεται με την PBP 2, η οποία εμπλέκεται στη διατήρηση του σχήματος των κυττάρων, καθώς και με τα PBP 3 και 4. Η δοριπενέμη είναι ανθεκτική στην υδρόλυση από τις περισσότερες βήτα-λακταμάσες, συμπεριλαμβανομένων των πενικιλινασών, των κεφαλοσπορινασών, του ESBL και των εντεροβακτηριδίων που παράγουν Amp-C.
Η δοριπενέμη συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος σε ποσοστό 8,1%. Ο μεταβολισμός της δοριπενέμης γίνεται μέσω της αφυδροπεπτιδάσης-Ι (ονομάζεται επίσης διπεπτιδάση-1) σε έναν μικροβιολογικά ανενεργό μεταβολίτη με ανοιχτό δακτύλιο, τη δοριπενέμη-Μ1. Η δοριπενέμη δεν φαίνεται να είναι υπόστρωμα των ηπατικών ενζύμων CYP450. Η δοριπενέμη αποβάλλεται κυρίως αμετάβλητη από τα νεφρά μέσω σπειραματικής διήθησης και ενεργής σωληναριακής έκκρισης. Περίπου το 71% και 15% της δόσης αποβάλλεται στα ούρα ως αμετάβλητο φάρμακο και ως μεταβολίτης με ανοιχτό δακτύλιο, αντίστοιχα, εντός 48 ωρών μετά από χορήγηση 500 mg σε υγιείς ενήλικες. Ο χρόνος ημιζωής στον ορό της δοριπενέμης είναι περίπου 1 ώρα.
J01D |
Άλλα β-λακταμικά αντιβακτηριακά
Πληροφoρίες για τη δοριπενέμη
Η δοριπενέμη είναι ένα ευρέως φάσματος αντιβιοτικό της ομάδας των καρβαπενεμών. Είναι δραστικό έναντι των θετικών και αρνητικών κατά Gram βακτηρίων. Η δοριπενέμη ασκεί τη δράση της διεισδύοντας εύκολα στα βακτηριακά κύτταρα και παρεμποδίζοντας τη σύνθεση ζωτικών συστατικών του κυτταρικού τοιχώματος, γεγονός που οδηγεί σε κυτταρικό θάνατο. Η δοριπενέμη ενδείκνυται για τη θεραπεία επιπλεγμένων ενδοκοιλιακών λοιμώξεων και επιπλεγμένων λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της πυελονεφρίτιδας, που προκαλούνται από ευαίσθητα βακτήρια.
Η δοριπενέμη είναι ένα ευρέως φάσματος αντιβιοτικό καρβαπενέμης με δράση έναντι πολλών gram-θετικών και αρνητικών κατά Gram αερόβιων βακτηρίων, καθώς και μιας ποικιλίας αναερόβιων. Όπως και άλλα αντιβιοτικά βήτα-λακτάμης, ο βακτηριοκτόνος μηχανισμός δράσης της δοριπενέμης οφείλεται κυρίως στον κυτταρικό θάνατο μετά από αναστολή των βακτηριακών ενζύμων που ονομάζονται πρωτεΐνες δέσμευσης πενικιλλίνης (PBPs), τα οποία είναι υπεύθυνα για τη διασύνδεση πεπτιδογλυκάνης κατά τη σύνθεση του βακτηριακού κυτταρικού τοιχώματος. Οι καρβαπενέμες έχουν κυρίως υψηλή συγγένεια για τα PBP 1a, 1b, 2 και 3. Η αναστολή κάθε PBP συνήθως οδηγεί σε διαφορετικό μηχανισμό αδρανοποίησης. Η αναστολή των PBPs 1a και 1b έχει ως αποτέλεσμα τη γρήγορη βακτηριακή θανάτωση μέσω του σχηματισμού σφαιροπλαστών, η αναστολή της PBP 2 έχει ως αποτέλεσμα τα βακτήρια σε σχήμα ράβδου να γίνουν σφαιρικά και η αναστολή της PBP 3 οδηγεί σε οργανισμούς νηματοειδούς σχήματος. Τα PBP που δεσμεύονται κατά προτίμηση από διαφορετικές καρβαπενέμες εξαρτώνται από τον οργανισμό. Στο E.coli και το P.aeruginosa, η δοριπενέμη συνδέεται με την PBP 2, η οποία εμπλέκεται στη διατήρηση του σχήματος των κυττάρων, καθώς και με τα PBP 3 και 4. Η δοριπενέμη είναι ανθεκτική στην υδρόλυση από τις περισσότερες βήτα-λακταμάσες, συμπεριλαμβανομένων των πενικιλινασών, των κεφαλοσπορινασών, του ESBL και των εντεροβακτηριδίων που παράγουν Amp-C.
Η δοριπενέμη συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος σε ποσοστό 8,1%. Ο μεταβολισμός της δοριπενέμης γίνεται μέσω της αφυδροπεπτιδάσης-Ι (ονομάζεται επίσης διπεπτιδάση-1) σε έναν μικροβιολογικά ανενεργό μεταβολίτη με ανοιχτό δακτύλιο, τη δοριπενέμη-Μ1. Η δοριπενέμη δεν φαίνεται να είναι υπόστρωμα των ηπατικών ενζύμων CYP450. Η δοριπενέμη αποβάλλεται κυρίως αμετάβλητη από τα νεφρά μέσω σπειραματικής διήθησης και ενεργής σωληναριακής έκκρισης. Περίπου το 71% και 15% της δόσης αποβάλλεται στα ούρα ως αμετάβλητο φάρμακο και ως μεταβολίτης με ανοιχτό δακτύλιο, αντίστοιχα, εντός 48 ωρών μετά από χορήγηση 500 mg σε υγιείς ενήλικες. Ο χρόνος ημιζωής στον ορό της δοριπενέμης είναι περίπου 1 ώρα.
J01D |
Άλλα β-λακταμικά αντιβακτηριακά
aaaaa
Υπολογισμός κάθαρσης κρεατινίνης, με προσαρμογή για την επιφάνεια σώματος